Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Σαν σήμερα: Γλέζος και Σάντας κατεβάζουν τη σβάστικα από την Ακρόπολη



Σαν σήμερα, το 1941, δύο φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας πηγαίνουν στην Μπενάκειο Βιβλιοθήκη, βρίσκουν και μελετούν όλα τα σχεδιαγράμματα της Ακρόπολης. Όταν θα κατεβάσουν τη γερμανική σημαία από τον ιερό βράχο, θα αφήσουν επίτηδες επάνω στον ιστό τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, για να μην κατηγορηθούν οι Έλληνες φύλακες.
Ακολουθεί τμήμα της συνέντευξης που είχε παραχωρήσει ο Απόστολος Σάντας, που έφυγε από τη ζωή το 2011, στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα:




[...] Οι Γερμανοί λοιπόν, αφού χτυπήσανε με την Αεροπορία και με τρομερό πυροβολικό και με τεθωρακισμένα τα οχυρά αυτά, τα παρακάμψανε και σε τρεις μέρες είχαν καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Από κει και πέρα υπήρχαν στα στενά, στη μέση εκεί ακριβώς που υπάρχουν στη Στερεά Ελλάδα, υπήρχαν ορισμένα τμήματα του ελληνικού στρατού, αλλά ο ελληνικός στρατός βρισκόταν ανάμεσα σε δυο μέτωπα. Έτσι λοιπόν, υπήρχαν και ορισμένα, λίγα αγγλικά και αυστραλέζικα στρατεύματα, και μάλιστα από αυτούς μόνο οι Αυστραλέζοι και οι Νεοζηλανδοί πολεμήσανε πιο πολύ, και φυσικά το μέτωπο είχε καταρρεύσει τελείως. Υπήρχαν Έλληνες στρατηγοί οι οποίοι, με επικεφαλής έναν Τσολάκογλου, ο οποίος μετά έγινε και κατοχικός Πρωθυπουργός ένα διάστημα, οι οποίοι ήταν και γερμανόφιλοι, διότι είχαν σπουδάσει στη Γερμανική Ακαδημία Πολέμου, όπως και ο Μεταξάς, και παρά το γεγονός ότι εδώ είχαμε παρεμφερές πολίτευμα, αντίγραφο του φασιστικού ιταλικού πολιτεύματος, παρόλα αυτά αυτοί υπογράψανε λοιπόν την παράδοση, έκαναν ανακωχή και υπογράψανε την παράδοση του ελληνικού στρατού και οι Γερμανοί κατέβαιναν πλέον δρομέως προς την πρωτεύουσα της Ελλάδας, την Αθήνα.
Στις 27 Απριλίου με επικεφαλής ένα τμήμα της 12ης στρατιάς, με Διοικητή το στρατηγό Φον Στούμε, φτάσανε στην Κηφισιά, σε ένα μέρος που τους υπέδειξαν οι Έλληνες εκεί, ένα καφενείο που λεγόταν «Παρθενών», όπου τους περίμεναν ο Νομάρχης Αθηνών, ο Δήμαρχος Αθηνών Πλυτάς, ο Δήμαρχος Πειραιώς [...] και ο Διοικητής της στρατιωτικής φρουράς Αθηνών, ο Φρούραρχος δηλαδή, ο στρατηγός Καβράκος, Έλληνας στρατηγός, οι οποίοι είχαν κηρύξει την Αθήνα ανοχύρωτη πόλη και παραδώσανε τα λεγόμενα κλειδιά της πόλεως στο στρατηγό Φον Στούμε, ο οποίος έστειλε μια φάλαγγα με δυο τεθωρακισμένα επικεφαλής, αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες προς την Αθήνα, με σκοπό να περάσουν μέσα από τους κεντρικούς δρόμους των Αθηνών, να φτάσουν στο σημείο της Ακροπόλεως, να ανεβούν στην Ακρόπολη των Αθηνών και να βάλουν την πολεμική τους σημαία εκεί. Πράγμα το οποίο έγινε. Ένας Υπολοχαγός επικεφαλής μαζί με έναν Ανθυπολοχαγό, ο οποίος είχε τυλιγμένη την πολεμική τους σημαία, μια τεράστια σημαία, την οποία θα δείτε εδώ που έχει η φωτογραφία, και ανεβήκανε και στον ιστό το μεγάλο που υπήρχε στο μπελβεντέρε, στο στρογγυλό αυτό, ανεβήκανε και βάλανε τη σημαία.



Ήταν δηλαδή η σημαία σύμβολο κυριαρχίας;

Κυριαρχίας των γερμανικών στρατευμάτων που καταλάβανε την Ελλάδα. Δίπλα, παρακάτω, σε έναν μικρό ιστό, βάλανε μια μικρή ελληνική σημαία, δήθεν για να τιμήσουν ας πούμε. Εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι ότι πρώτα-πρώτα, την τελευταία στιγμή, όταν παρεδόθη η πόλις, πάνω στην Κηφισιά στις 11 η ώρα το πρωί, για τελευταία φορά μίλησε ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών και ο εκφωνητής ο τότε [...] είπε: «Έλληνες, αυτή είναι η τελευταία φορά που ακούτε τη φωνή της ελεύθερης Ελλάδος. Σε λίγο ο σταθμός αυτός δε θα είναι ελληνικός. Θα είναι γερμανικός, και θα ακούτε γερμανικά και ιταλικά νέα. Γεια σας! Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα, ζήτω το έθνος, ζήτω η Ελλάδα!» Αυτή ήταν η ιστορία. Εκείνο όμως το οποίο έχει σημασία είναι ότι, όταν περνούσε η φάλαγγα αυτή η τεθωρακισμένη, η οποία προχωρούσε να περάσει τη Βασιλίσσης Σοφίας, Κηφισίας, Βασιλίσσης Σοφίας κτλ., για να φτάσει στην Ακρόπολη, ούτε ένας Έλληνας δεν υπήρχε στο δρόμο. Δηλαδή πέρναγε η πομπή αυτή σε έρημους δρόμους. Ακόμη και τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά και μέσα από τις γρίλιες παρακολουθούσε ο κόσμος, γιατί τότε όλα τα σπίτια ήταν μονοκατοικίες και δίπατα σπίτια και είχαν παράθυρα, μπαλκόνια κτλ. Και παρακολουθούσαν τους Γερμανούς που περνάγανε, αλλά χωρίς ούτε ένας Έλληνας να βρεθεί στο δρόμο, εκτός βέβαια από ορισμένους δικούς τους ανθρώπους. Αυτό έχει σημασία.
Αυτό ήταν κάτι ανατριχιαστικό, το οποίο βέβαια το προσέξανε οι Γερμανοί και το αναφέρανε κατόπιν σε ορισμένες ανακοινώσεις τις οποίες είχαν κάνει. Ενώ, ας πούμε, στις άλλες χώρες που ήταν πια ήδη υπό κατοχή τους επευφημούσαν, είχε κόσμο στο δρόμο. Αυτό που έχει σημασία και μας είχε κάνει τεράστια εντύπωση ήταν ότι από τις συζητήσεις που κάναμε την άλλη μέρα μεταξύ μας όλη η παρέα ας πούμε, ανεβήκαμε επάνω στο κέντρο, στο Ζάππειο και μάθαμε ότι, όταν πέρναγε αυτή η τεθωρακισμένη φάλαγγα των Γερμανών, για να φτάσει να περάσει μέσα από τους κεντρικούς δρόμους, να φτάσει στην Ακρόπολη, να βάλει την πολεμική τους σημαία, ούτε ένας Έλληνας δεν είχε βγει στους δρόμους για να δει, έστω από περιέργεια, τους Γερμανούς, οι οποίοι ήταν μπαρουτοκαπνισμένοι, με τα κράνη όπως ήταν, πολεμιστές, μαύροι, σου δίνανε την εντύπωση του πολεμιστή, ας πούμε, και προχωρούσανε. Αλλά μέσα από τις γρίλιες, με κλεισμένα παράθυρα τους παρακολουθούσαν και δεν υπήρχε κανένας στο δρόμο, εκτός βέβαια από δικούς τους ανθρώπους, την Αστυνομία κτλ.
Αυτό λοιπόν έχει σημασία, διότι στις άλλες χώρες της Ευρώπης, στις περισσότερες από αυτές, από ό,τι μάθαμε, σε ορισμένες φωνάζανε στα Γερμανικά, ζητωκραυγάζανε κιόλας τους Γερμανούς, τους θεωρούσαν ελευθερωτές. Σε άλλες δε χώρες όχι μόνο είχαν συμβιβαστεί μαζί τους, αλλά είχαν αρχίσει και τους εξυπηρετούσαν, τους βοηθούσαν. Εδώ όμως δεν έγιναν αυτά τα πράγματα, στην Ελλάδα.

Πάμε λοιπόν στην επόμενη μέρα. Τι συζητάτε στην παρέα σας πέρα από αυτό;

Την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί από ό,τι είδαμε, περάσαμε πάνω από την οδό Πανεπιστημίου, ανεβήκαμε και φτάσαμε στο Σύνταγμα και από εκεί στο Ζάππειο. Εκεί μαζευόταν όλη η παρέα, το φοιτηταριό, οι νεαροί της Αθήνας. Τότε ήμαστε και λίγος πληθυσμός και ήξερε ο ένας τον άλλον, τρόπος του λέγειν δηλαδή. Οι Γερμανοί είχαν αρχίσει. Πρώτα-πρώτα βγάλανε τα αντιαεροπορικά τους σε αυτοκίνητα πάνω και τεθωρακισμένα και περίμεναν, γιατί πίστευαν ότι οι Εγγλέζοι θα στείλουν τα αεροπλάνα να βομβαρδίσουν. Και είχαν βάλει παντού, ακόμα και στην Ακρόπολη είχαν βάλει αντιαεροπορικά [...]. Και βλέπαμε τους Γερμανούς στρατιώτες λοιπόν εκεί γύρω. Παντού δε, όπου στέκονταν, βάζανε σημαίες, για να δείξουν στα δικά τους αεροπλάνα, τα οποία περνάγανε επάνω και βομβαρδίζανε στον Πειραιά πλοία τα οποία προσπαθούσαν να πάρουν Εγγλέζους να φύγουν για τη Μέση Ανατολή κτλ., για να βλέπουν πού ήταν τα γερμανικά οχήματα, να μη βομβαρδίσουν εκεί.
Έτσι λοιπόν αρχίσαμε και συζητούσαμε μεταξύ μας τα παιδιά τι γίνεται, τι θα κάνουμε, τι θα γίνει κτλ. Αυτή ήταν η κατάσταση. Εν τω μεταξύ, υπήρχε ένα ψυχολογικό κενό και στον πληθυσμό, αλλά και σε εμάς ιδιαίτερα τους νέους, που είναι το πιο ευαίσθητο σημείο ενός λαού και μάλιστα ηρωικού λαού. Το ψυχολογικό κενό το οποίο είχε δημιουργηθεί από την εξής οξύμωρη έννοια: Ότι, ενώ μέχρι προχθές ολόκληρη η Ελλάδα ήταν ενθουσιασμένη, διότι τα παιδιά της, τα Ελληνόπουλα, νικούσαν έναν καλύτερα εξοπλισμένο και πολυπληθέστερο εχθρικό στρατό, ο οποίος μέχρι τότε μαζί με τους συμμάχους του ήταν αήττητος, και σε μια στιγμή μέσα βρέθηκε από νικητής ηττημένος. Και όχι μόνο ηττημένος, αλλά και κατακτημένος. Υπήρχε λοιπόν ένα αίσθημα αδικίας, αγανάκτησης, λύπης, πικρίας και πόνου. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί είχαν αρχίσει ήδη τις προετοιμασίες και, από ό,τι μαθαίναμε και από τις εφημερίδες, είχαν αρχίσει της επιχειρήσεις δια θαλάσσης, για να καταλάβουν την Κρήτη. Είδαμε την αποτυχία, είδαμε ότι βουλιάξανε και πλοία, όχι μόνο των Γερμανών αλλά και των Εγγλέζων, πολεμικά πλοία από την Αεροπορία τη γερμανική και γινόταν μάχη στη Μεσόγειο. Ξέραμε λοιπόν ότι έτσι θα αρχίσει η μάχη της Κρήτης.
Και κατά τις 20 του μηνός περίπου, 19, 20 του μηνός, δε θυμάμαι ακριβώς, άρχισε η επίθεση με αλεξιπτωτιστές, με βομβαρδισμούς και εν συνεχεία με αλεξιπτωτιστές, από ό,τι μαθαίναμε δηλαδή και από το BBC. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί είχαν απαγορεύσει κάθε εκπομπή ξένη. Είχαν κάνει προειδοποιήσεις ότι, εάν τα αισθήματα του ελληνικού πληθυσμού δεν είναι φιλικά προς τους Γερμανούς στρατιώτες, θα ληφθούν αυστηρά μέτρα. Μια μέρα που ήμαστε πάλι όλοι μαζί εκεί επάνω στο Ζάππειο και μιλούσαμε, ήταν λιακάδα, η μάχη της Κρήτης εξελισσόταν και κοιτάζαμε προς την Ακρόπολη και βλέπαμε αυτή την τεράστια πολεμική σημαία επάνω στην Ακρόπολη. Σε μια στιγμή ο Μανόλης, ο οποίος ήταν στραμμένος προς την Ακρόπολη, μου λέει: «Λάκη, κοίταξε εκεί επάνω. Κοίταξε να δεις τι γίνεται εκεί πάνω». Κοιτάω λοιπόν, βλέπω τη σημαία. Εν τω μεταξύ είχαμε συζητήσει ιδιαίτερα με το Μανόλη με τον οποίο ήμαστε πιο συνδεδεμένοι, είχαμε συζητήσει ότι κάτι πρέπει να κάνουμε. Αλλά τι να κάνουμε;
Το να πειράξουμε έναν Γερμανό στρατιώτη, να του αρπάξουμε το πιστόλι, θα μας σκοτώνανε επί τόπου και θα ήταν ένα απλό συμβάν. Δηλαδή, με το να χτυπήσουμε έναν Γερμανό στρατιώτη δεν έβγαινε τίποτα. Δεν είχε σημασία συμβολική που να πειράξει τους Γερμανούς. Εμείς θέλαμε να κάνουμε κάτι που να πειράξει τους Γερμανούς, κάτι που είχε σχέση με ιδεαλισμό. Και μόλις μου είπε ο Μανόλης και γύρισα και κοίταξα, όπως ήταν έτσι με τον ήλιο επάνω και είδα τη σβάστικα, διότι είχε αέρα και κυμάτιζε η σημαία τους, η οποία ήταν μια τεράστια σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό και πάνω αριστερά είχε τον γοτθικό στρατό του Κάιζερ, του Α Παγκοσμίου Πολέμου, του λέω: «Ναι, έχεις δίκιο. Αυτό είναι. Αυτό πρέπει να τους κάνουμε, εάν μπορούμε». Από κει και πέρα, αμέσως μετά φύγαμε, ξεχωρίσαμε από τους άλλους και αρχίσαμε να συζητάμε εντατικά τι θα κάνουμε και πώς θα το μεθοδεύσουμε. Η πρώτη λοιπόν σκέψη ήταν να πάμε στην εγκυκλοπαίδεια, γιατί ήμαστε άνθρωποι μορφωμένοι και βιβλιοφάγοι. Και πήγαμε στη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη, ανοίξαμε την εγκυκλοπαίδεια στη λέξη «Ακρόπολις» και πήραμε όλα τα σχεδιαγράμματα και διαβάσαμε τα πάντα. Είδαμε λοιπόν την ιστορία, πότε γκρεμιστήκανε, πότε ξαναφτιαχτήκανε, πότε την καταλάβανε οι Τούρκοι, πότε οι Έλληνες, πότε έτσι, πότε αλλιώς.
Καταλήξαμε λοιπόν στο σημείο ότι το μόνο μέρος στο οποίο υπήρχε μια ρωγμή, το μέρος αυτό, η σπηλιά της Ανάγνου, το οποίο είχε μια ρωγμή από ένα βάθρο που ήταν στο βορινό μέρος του Ερεχθείου μέχρι κάτω και από ένα σημείο και μετά είχε ένα ξεροπήγαδο εις το οποίο κατά τη μυθολογία ήταν το άντρο, η φωλιά του Εριχθόνιου, ο οποίος ήταν ο ιερός όφις της Αθηνάς, ο φύλακας της Ακρόπολης. Ήταν αυτός που φύλαγε τους ιερούς ναούς της Ακρόπολης, αυτό το φίδι που έχει στην ασπίδα της η θεά Αθηνά, και κατά τη μυθολογία οι ιέρειες των ναών του ρίχνανε μελόπιτες μια φορά το μήνα για να διατηρείται, να τρώει και να φυλάει τα ιερά. Αυτό ήταν μια μεγάλη ρωγμή, η οποία είχε ένα άνοιγμα όμως στη βορινή πλευρά προς τη μεριά των Αέρηδων, τη βορινή πλευρά. Το θέμα ήταν ότι από το βάθρο, από τη οπή που είχε στη βορινή πλευρά στο τείχος της Ακροπόλεως μέχρι επάνω όπου ήταν το βάθρο στη βάση του Ερεχθείου, εάν μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι εκεί.
Είχαμε δει λοιπόν ότι εκεί είχαν κάνει ανασκαφές οι Γάλλοι αρχαιολόγοι. Πήγαμε λοιπόν και αρχίσαμε να κάνουμε κατόπτευση το απογευματάκι. Είχε ένα αλσύλλιο, δεντράκια, από έξω ένα συρματόπλεγμα με μια πόρτα και επάνω ήταν ο τοίχος. Σε μια στιγμή είχαμε μια ξύλινη παλιά πόρτα σαν σανίδες, η οποία ήταν κλεισμένη επάνω σε ένα μέρος του βράχου. Και καταλάβαμε ότι εκεί υπήρχε μια οπή. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε την ίδια μέρα, καθίσαμε εκεί, είχε ένα καφενεδάκι στον περίγυρο της Ακρόπολης, παρακάτω είναι και μια εκκλησία που λέγεται «Η Σταύρωση του Χριστού», κάπως έτσι. Πήγαμε λοιπόν εκεί, καθίσαμε, πέρασε η ώρα, πηδήξαμε τα συρματοπλέγματα, ανεβήκαμε μέσα από τα δέντρα και φτάσαμε στην πόρτα αυτή. Εκεί είδαμε ότι υπάρχει ένα λουκέτο σκουριασμένο, το οποίο προσπαθήσαμε και του βγάλαμε τις στρόφιγγες. Ανοίξαμε την πόρτα και είδαμε μια οπή. Δεν είχαμε όμως μαζί μας φανάρι για να δούμε, μέσα ήταν σκοτάδι, υπήρχαν και κάτι νυχτερίδες. Την κλείσαμε πάλι την πόρτα, φύγαμε και πήγαμε την άλλη μέρα πάλι αργά το βράδυ.

Η βόρεια πλευρά της Ακρόπολης, από την οποία αναρριχήθηκαν ο Γλέζος και ο Σάντας

Η κυκλοφορία είχε απαγορευθεί από τις 11 μέχρι το πρωί στις 6. Πήγαμε λοιπόν από τις 9, μπήκαμε. Αυτή τη φορά είχαμε κι ένα μικρό φανάρι και ρίξαμε μέσα και είδαμε. Στη δεξιά μεριά, πράγματι, υπήρχε ένα πλάτωμα με πέτρες και χώματα κι αυτά, και παραπέρα ήταν η οπή που ήταν το ξεροπήγαδο. Δεξιά όμως, στο βράχο επάνω, είχε μαδέρια, το οποίο ήταν το ένα έτσι, το άλλο έτσι και ανεβαίνανε προς τα πάνω. Αυτά τα μαδέρια είχαν μείνει από τις ανασκαφές που είχαν κάνει οι Αρχαιολόγοι. Δεν ξέραμε όμως αν κρατάνε τα μαδέρια. Έτσι λοιπόν ανεβήκαμε στα πρώτα μαδέρια να δούμε αν κρατάνε. Και είδαμε ότι κρατάνε το βάρος μας. Μετά φύγαμε, κλείσαμε πάλι την πόρτα και την Κυριακή, την επόμενη Κυριακή, μετά τρεις μέρες δηλαδή, ανεβήκαμε επάνω στην Ακρόπολη ως επισκέπτες, ότι πάμε να δούμε την Ακρόπολη.
Πήγαμε λοιπόν, πήγαμε σιγά-σιγά, όταν δε μας παρακολουθούσε κανένας, προς το Ερεχθείο, πήγαμε προς τα κάτω και είδαμε το βάθρο, τα σκαλιά που κατεβαίνουν και είδαμε την οπή πάλι. Πήγαμε λοιπόν εκεί, κατεβήκαμε στα σκαλιά σιγά-σιγά και κοιτάξαμε και είδαμε ότι τα μαδέρια αυτά ήταν μισό μέτρο από το τελευταίο σκαλί. Και είδαμε ότι μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι εκεί. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε ότι από εκεί θα ανέβουμε. Το θέμα είναι ότι μπροστά από το στρογγυλό το μπελβεντέρε που επάνω στον μεγάλο αυτό ιστό υπήρχε η γερμανική πολεμική σημαία, για το κάτω υπήρχε μια σκοπιά ξύλινη, στην οποία έμπαινε ο σκοπός όταν έβρεχε ή είχε άσχημο καιρό.
Εν τω μεταξύ, στα Προπύλαια κάτω, εκεί που βγάζουν τα εισιτήρια, εκεί ήταν ο στρατωνισμός της διμοιρίας που φύλαγε τη σημαία. Υπήρχε μια διμοιρία Γερμανών στρατιωτών. Ολόκληρη διμοιρία φύλαγε τη σημαία. Ολόκληρη διμοιρία βέβαια είχαν, γιατί είδαμε πολλούς, δεν ξέραμε πόσοι είναι. Μετά κατεβήκαμε και φύγαμε. Εν τω μεταξύ, μέρες είχαν περάσει και στις 29 του μηνός το βράδυ αργά, βγάλανε ανακοίνωση οι Γερμανοί και την άλλη μέρα το πρωί βγήκαν και εφημερίδες, αλλά από το ραδιόφωνο έκαναν ανακοίνωση ότι η μάχη της Κρήτης έληξε με νίκη των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων της Βέρμαχτ και έλεγαν διάφορα μέτρα, ότι έγιναν εγκλήματα κατά των Γερμανών, τα δικά τους... Αμέσως ήρθε ο Μανόλης και μου χτύπησε την πόρτα, βγήκα έξω, μου λέει: «Λάκη πρέπει να πάμε. Πότε να πάμε;» Του λέω: «Να πάμε αύριο. Απόψε δε μπορούμε να πάμε, έχει περάσει η ώρα». Ήταν 10 και κάτι η ώρα. Μου λέει «εντάξει». Αυτός του οποίου την κηδεία θα πάμε σήμερα στις 5 η ώρα, ήταν ο τρίτος άνθρωπος, ο Αντώνης ο Μοσχοβάκης, ο οποίος είχαμε σκοπό να του πούμε αν μπορεί να έρθει μαζί μας. Τελικά δεν έγινε αυτό το πράγμα και πήγαμε μόνοι μας την άλλη μέρα.
[...]
Αποφασίσαμε λοιπόν με το Μανόλη να πάμε την άλλη μέρα και πήγαμε. Πραγματικά μπήκαμε μέσα, ανεβήκαμε, βγήκαμε επάνω από το τελευταίο μαδέρι, κατορθώσαμε και φτάσαμε, ανεβήκαμε. Είχε ένα τέταρτο σελήνης και υπήρχε ησυχία, ηρεμία. Το θέμα ήταν τώρα εάν ο σκοπός ήταν μέσα ή έξω από τη σκοπιά.
Εν τω μεταξύ, ακούγαμε χάχανα από κάτω. Γιορτάζανε για την Κρήτη, τη νίκη της Κρήτης. Επειδή ήταν σκοτάδι και νύχτα, αυτοί γλεντάγανε και ακουγόταν πολύ. Για να δούμε λοιπόν αν υπήρχε σκοπός μέσα, χωριστήκαμε. Ο ένας πήγε από τη μεριά του Παρθενώνα κι ο άλλος από την άλλη και πετάγαμε πέτρες, ούτως ώστε, αν είναι μέσα στη σκοπιά, να βγει να δει τι είναι. Είδαμε λοιπόν ότι δεν υπάρχει σκοπός.
Και τότε ανεβήκαμε επάνω από τα σκαλιά, λύσαμε το συρματόσκοινο και προσπαθήσαμε να την κατεβάσουμε. Αυτή η σημαία είχε τρία μεγάλα σύρματα, τα οποία είχαν στρόφιγγες από έξω από το βράχο και κρατάγανε τη σημαία, η οποία, όταν είχε αέρα, ήταν μια τεράστια σημαία. Έτρεμε όλος ο ιστός. Η σημαία λοιπόν κατέβαινε μέχρι το τελευταίο, εκεί στον κόμβο που ήταν τα τρία σύρματα, και από εκεί δεν κατέβαινε. Φτάναμε μέχρι εκεί, σκαρφαλώναμε, την πιάναμε, την τραβάγαμε, τίποτα. Ο μόνος τρόπος για να κατεβεί η σημαία ήταν να ανοίξουν τα τρία σύρματα, όπως είναι στο γαϊτανάκι. Ο μόνος τρόπος λοιπόν ήταν ή θα φεύγαμε και θα την αφήναμε έτσι, ή θα έπρεπε να βγάλουμε τα σύρματα. Και αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό.
Πήγαμε λοιπόν και σιγά-σιγά, κατορθώσαμε και ξεμπλέξαμε τα σύρματα. Αλλά εν τω μεταξύ είχε περάσει μιάμιση ώρα και είχε περάσει η κυκλοφορία. Είχε φτάσει 00.30 η ώρα. Στο τέλος κατέβηκε η σημαία. Την κόψαμε με ένα μαχαιράκι που είχα εγώ, κόψαμε από ένα κομμάτι από τον αγκυλωτό σταυρό, το βάλαμε στον κόρφο μας και τη μαζέψαμε κι έγινε ένας μπόγος τέτοιος, τον οποίο μπόγο όμως δε μπορούσαμε πλέον να τον πάρουμε μαζί μας που θα φεύγαμε, διότι, πώς θα τον παίρναμε μαζί μας; Θα μας βλέπανε. Πού να τον πάμε; Και σκεφτήκαμε ότι το μόνο μέρος που μπορούσαμε να το πάμε είναι κάτω στο ξεροπήγαδο να το ρίξουμε και μάλιστα κάναμε και καλαμπούρι: Για να το φυλάει ο Εριχθόνιος...
Αφήσαμε εν τω μεταξύ, για να δείτε ότι ήμαστε πολύ ώριμοι για την ηλικία μας τότε, επειδή ξέραμε ότι οι Γερμανοί είναι μεθοδικός λαός και είναι άνθρωποι της λεπτομέρειας και μεθοδικοί, βάλαμε τα αποτυπώματά μας και ο ένας και ο άλλος επάνω στον ιστό της σημαίας. Άσε που, σκαρφαλώνοντας προηγουμένως, οπωσδήποτε θα υπήρχαν τα αποτυπώματα. Αυτό όμως έσωσε τους φύλακες και τους αρχαιολόγους της Ακροπόλεως, τους οποίους τους συλλάβανε όλους την άλλη μέρα. Αλλά επειδή ήταν τέτοιοι ακριβώς, καλέσανε και τον Έλληνα Εισαγγελέα των Πρωτοδικών τότε, ο οποίος λεγόταν Μικρουλέας, [...] ο οποίος μάλιστα προσπαθούσε να σαμποτάρει όσο μπορούσε. Οι Γερμανοί όμως ανακριτές ήταν τυπικοί. Είδαν ότι τα αποτυπώματα δεν ταιριάζανε και, αφού τους κρατήσανε τους φύλακες και τους αρχαιολόγους, τους αφήσανε. Τους δικούς τους όμως τους τουφεκίσανε.
Φεύγουμε λοιπόν, κατεβαίνουμε, ρίχνουμε τη σημαία, ρίχνουμε από πάνω πέτρες και χώματα, ανοίγουμε την πόρτα και φεύγουμε. Και πάμε τώρα τοίχο-τοίχο. Είναι η ώρα 1.30. Τοίχο-τοίχο, περνάμε από την Αδριανού κάτω, πάμε Μητροπόλεως. Μόλις μπαίνουμε στην πλατεία που είναι η Μητρόπολη, εκεί αριστερά, ήταν ένα Ταμείο Δημόσιο και το φύλαγε ένας Αστυφύλακας. Και ξαφνικά, όπως περπατάγαμε τοίχο-τοίχο, στο φανάρι με το πιστόλι μας λέει «Ψηλά τα χέρια, ποιοι είσαστε;» Αλλά ελληνικά. Είδαμε λοιπόν ότι είναι Έλληνας. Τον είδαμε μετά, ήρθε κοντά, είδαμε ότι είναι Αστυφύλακας. Εγώ ευτυχώς είχα την ταυτότητα της Νομικής στην τσέπη μου. Ο Μανόλης δεν είχε τίποτα. Βγάζω λοιπόν την ταυτότητα. «Ποιοι είσαστε;» μας λέει. Του λέμε «Είμαστε φοιτητές και είχαμε πάει σε ένα γλέντι και πέρασε η ώρα και τώρα, επειδή οι δικοί μας ανησυχούν, πάμε..» Λέει: «Καλά, δεν ξέρετε ότι οι Γερμανοί θα σας σκοτώσουν. Στο δρόμο τέτοια ώρα; Πού είναι τα σπίτια σας;» «Εδώ κοντά είναι, παρακάτω». «Μπορείτε να πάτε; Προσέξτε καλά. Για να δω». Τους κάνω έτσι λοιπόν, δεν την πήρε την ταυτότητα, είδε όμως τη λέξη «Πανεπιστήμιο» και μου λέει «Καλά, εντάξει, φύγετε και να προσέχετε άλλη φορά».
Αυτός ο άνθρωπος μάθαμε εκ των υστέρων, τότε που κάναμε την εκπομπή με το Φρέντυ Γερμανό, ψάξανε να βρουν τι έγινε. Αυτός ήταν πατριώτης. [...] Αυτός είπε λοιπόν στη γυναίκα του ότι «αυτά τα παιδιά που σταμάτησα εχθές το βράδυ, πρέπει να έχουν κάτι να κάνουν με αυτό το ζήτημα των Γερμανών, της πολεμικής σημαίας. Αλλά δεν ξέρω με ποιους ήταν και τι ήταν, αλλά πάντως πρέπει να ήταν εκεί. Διότι ήταν ιδρωμένοι». Εγώ φορούσα ένα άσπρο κουστούμι και ήταν λερωμένο. Αλλά της λέει της γυναίκας του: «Πρόσεξε, μη τυχόν και πεις κουβέντα σε κανέναν, γιατί θα τους σκοτώσουν». Αυτουνού του Αστυφύλακα του έχουν τη φωτογραφία στη Γενική Διεύθυνση της Αστυνομίας και τον έχουν ως ήρωα, διότι πραγματικά ήταν πατριώτης. Και το έγραψε και η «Αστυνομική Επιθεώρηση» μετά.
[...] Φεύγουμε λοιπόν σιγά-σιγά, περνάμε από του Ψυρρή μέσα, κατεβαίνουμε και φτάνουμε. Φτάνω πρώτα εγώ στο δικό μου και παρακάτω ήταν ο Μανόλης. Φτάνουμε λοιπόν, εγώ ανεβαίνω επάνω, ο πατέρας μου, ήταν όλοι όρθιοι και περίμεναν. Ο πατέρας μου, η μάνα μου, μητριά μου δηλαδή ήταν, και η αδερφή μου η μεγάλη. «Παιδί μου τι έγινε; Πού ήσουνα;» Βγάζω λοιπόν και μόλις το βλέπει ο πατέρας μου λέει: «Πω, πω συμφορά! Όχι μόνο θα μας σκοτώσουν οι Γερμανοί, θα μας εξανδραποδίσουν. Τη σημαία τους;» Εν τω μεταξύ ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος είχε πολεμήσει στους Βαλκανικούς πολέμους, είχε πολεμήσει στη Μικρά Ασία, είχε τραύματα. Ήταν έφεδρος Αξιωματικός και μόλις του είπα «σημαία», «θα μας κάψουν όλους, όλοι, μέχρι τρίτη γενεά» μου λέει. «Τη σημαία τη γερμανική;»
Περιμέναμε λοιπόν την άλλη μέρα το πρωί. Εν τω μεταξύ όλος ο κόσμος την άλλη μέρα το πρωί είχε βγει στις ταράτσες και κοίταζε επάνω. Ήταν μόνο η ελληνική σημαία. Ο ιστός ήταν σκέτος, χωρίς τη σημαία τη γερμανική, και ο κόσμος εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να διαδίδει ότι φεύγουν οι Γερμανοί, θα κάνουν απόβαση οι Εγγλέζοι, έγινε αυτό, εκείνο, το άλλο, φεύγουν οι Γερμανοί κτλ. Ο κόσμος στα παράθυρα. Γινόταν της κακομοίρας στα καφενεία. Κατά τις 12 η ώρα λοιπόν, αρχίζει το ραδιόφωνο πρώτα. Ανακοίνωση από το ραδιόφωνο και αμέσως βγήκε έκτακτη έκδοση οι εφημερίδες.

Αφού είχατε κάνει αυτό που είχατε συμφωνήσει με το Μανόλη το Γλέζο και είχατε πάρει το κομματάκι του ο καθένας, είχατε κατέβει, τι λέγατε ο ένας στον άλλον; Δηλαδή τι συναίσθημα είχατε, τι συζητούσατε εκεί, αν συζητούσατε κάτι. Δηλαδή αν όπως πηγαίνατε προς τα σπίτια σας λέγατε κάτι, πιο ήταν τη συναίσθημά σας;

Λέγαμε τι θα γίνει την άλλη μέρα. Δεν ξέραμε. Λέγαμε διάφορα ας πούμε.

Τα είχατε καταφέρει θέλω να πω.

Ναι, καλά, ήμαστε ικανοποιημένοι, ψύχραιμοι. Και μάλιστα, για να σου δείξω πόσο ψύχραιμοι είμαστε, επειδή τότε είχε τραμ, πρώτα-πρώτα προσπαθούσαμε να καλύψουμε τα ίχνη μας, που φύγαμε από εκεί. Αλλά δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε στους δρόμους. Αλλά τι σκεφτήκαμε: Ότι, αν τυχόν έχουν σκυλιά, επειδή βλέπαμε και τα κινηματογραφικά έργα (τι είναι το μυαλό του ανθρώπου) σκεφτήκαμε επειδή, αν είχαν σκυλιά και με τη μυρωδιά μας ακολουθούσαν, αρχίσαμε και περπατάγαμε ο ένας στη μία και ο άλλος στην άλλη στις γραμμές του τρένου, ούτως ώστε την άλλη μέρα το πρωί που θα ξεκινούσαν τα τραμ, να καλύψουν τη μυρωδιά. Μέχρι εκεί είχαμε φτάσει. Και τελικά φτάσαμε στα σπίτια μας βέβαια. [...]

Την επόμενη μέρα λοιπόν, θέλω να μου πείτε για την ανακοίνωση των Γερμανών.

Οι Γερμανοί λοιπόν έβγαλαν μια ανακοίνωση που έλεγε το εξής: «Τη νύχτα της 30ης προς την 31η Μαΐου, άγνωστοι δράστες υπεξαίρεσαν τη γερμανική πολεμική σημαία από το βράχο της Ακροπόλεως. Οι δράστες θα τιμωρηθώσι δια της ποινής του θανάτου. Οι γνωρίζοντες ποιοι είναι οι δράστες και δεν το καταγγέλλουν στα στρατεύματα κατοχής, θα τιμωρηθώσι επίσης δια της ποινής του θανάτου. Απολύονται όλοι οι Διοικηταί Τμημάτων από τα Τμήματα που είναι στον περίβολο σε απόσταση... περιορίζεται η κυκλοφορία αμέσως από τις 8 η ώρα» (8, 9, δε θυμάμαι ακριβώς) «μέχρι το πρωί. Όποιος συναντάται στο δρόμο θα τουφεκίζεται. Θέλουμε να προειδοποιήσουμε τον ελληνικό λαό ότι τα γερμανικά στρατεύματα είναι φιλικώς διακείμενα προς τον ελληνικό πληθυσμό, αλλά εάν τυχόν εθνικές πράξεις εναντίον των στρατευμάτων λάβουν χώρα, θα ληφθούν αυστηρότατα μέτρα». Από κάτω, «Φον Στούμε», ο στρατηγός. Και μετά πλακώσανε..
Πρώτα-πρώτα ήρθε εδώ για να δει την Ακρόπολη [...] ο Φον Μπράουχιτς, ο στρατάρχης. Μετά έστειλε ο Χίτλερ τον Χίμλερ, τον Υπαρχηγό του, Αρχηγό των ΕΣ ΕΣ, μαζί με τρεις επιτελείς. Τον έστειλε στη Ακρόπολη να κάνει ανακρίσεις και υπάρχει μια φωτογραφία που κοιτάει ακριβώς το βάθρο από το οποίο βγήκαμε εμείς. Τον έχει πάρει ο πολεμικός ανταποκριτής από κάτω μαζί με δυο δικούς του. Αυτά είπαν οι Γερμανοί, αυτή ήταν η ιστορία.

Την επόμενη μέρα υπήρχε αυτό το ράδιο αρβύλα ότι φεύγουν οι Γερμανοί, έρχονται οι Άγγλοι;

Ναι, εμείς δε μπορούσαμε να πούμε τίποτα.

Ο πατέρας σας;

Ο πατέρας μου το πρώτο πράγμα που έκανε, έκαψε το κομμάτι της σημαίας, τουλάχιστον να μην το βρουν. Το ίδιο έκανε και η μάνα του Μανόλη. Σε αυτό καλά κάνανε βέβαια, γιατί θα το βρίσκανε αυτοί. Επειδή μετά μας πιάσανε σε μια άλλη επιχείρηση, αλλά όχι οι Γερμανοί, η Γκεστάπο, το Ναυτικό κάτω. Είχαμε πάει σε ένα πλοίο μέσα να μπούμε και μας πιάσανε οι Γερμανοί. Βάζανε τις λόγχες και στα πατώματα.

Οπότε γίνεται αυτό που ήταν πραγματικά πλήγμα στον εγωισμό των Γερμανών, και εσείς κ. Σάντα τι κάνετε; Πού κινείστε εσείς προσωπικά;

Εκείνη την εποχή κρυβόμαστε. Εν τω μεταξύ βέβαια είχε αρχίσει, φέρνανε αιχμαλώτους. Πήγαινε ο κόσμος, τους πέταγε τσιγάρα. Οι Γερμανοί φωνάζανε, κάνανε, μας κυνηγούσαν Προσπαθήσαμε να φύγουμε για τη Μέση Ανατολή, δεν γινόταν. Τη διώρυγα της Κορίνθου την είχαν βομβαρδίσει, το λιμάνι του Πειραιά το είχαν βομβαρδίσει, την Πάτρα την είχαν καταστρέψει, γινόντουσαν βομβαρδισμοί στην Καλαμάτα, σε όλες τι ακτές. Όπου υπήρχε πλοίο το βυθίζανε, για να μη φύγει στρατός και πάει προς τα κάτω, γιατί είχαν σκοπό να επιτεθούν στην Κρήτη, γενικά για να μην πάει στρατός στη Μέση Ανατολή.
Περνάει λοιπόν ο καιρός και το Σεπτέμβριο γίνεται το ΕΑΜ. Εν τω μεταξύ αρχίζουν τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο, αρχίζουμε και πηγαίνουμε στο Πανεπιστήμιο. Στη λέσχη των φοιτητών του Πανεπιστημίου της Νομικής αρχίζω και έρχομαι σε επαφή μαζί με άλλους φοιτητές. Εντάσσομαι στο ΕΑΜ των φοιτητών και από κει και πέρα αρχίζω και μπαίνω πλέον στην Αντίσταση. Γίνομαι δυναμικό μέλος και παίρνω εντολή να διοριστώ ημερομίσθιος και με προσωπικές γνωριμίες που είχε ο πατέρας μου στο Υπουργείο Γεωργίας και να υπεισέλθω στη δημοσιοϋπαλληλική, ως φράξια. Και μπαίνω εκεί και προχωρώ στην Αντίσταση...

Από το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου